- σκάλτσα
- ηβλ. κάλτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκάλτσα — η, Ν η κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα, με προθετικό σ (πρβλ. σκόνη: κόνις)] … Dictionary of Greek
Αλαφογιάννης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γιάννος. Γεννήθηκε στη Δωρίδα. Με τον Δ. Σκαλτσά αγωνίστηκε στο Λιδωρίκι, στη Ναύπακτο και στην Άμπλιανη. Τραυματίστηκε στην Υπάτη και στα Βασιλικά. Πήρε ακόμα μέρος σε μάχη στη μονή Αγάθωνα και στα Τριζώνια έσωσε… … Dictionary of Greek
σκαλτσάς — ο, Ν κατασκευαστής τών περικνημίδων τών φουστανελοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλτσα + κατάλ. άς (πρβλ. ρολογ άς)] … Dictionary of Greek
σκαλτσάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσάτος 2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει μακριές τρίχες ή μεγάλο φτέρωμα πάνω στο πέλμα τού ποδιού («αϊτός σκαλτσάτος, νυχοποδαράτος», δημ. αίνιγμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλτσα + κατάλ. άτος (πρβλ. σκουφ… … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Ασημάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από το Παλαιοξάρι της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως μπουλουξής. Τραυματίστηκε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Δωρίδα. Πολέμησε στο σώμα του Δήμου Σκαλτσά… … Dictionary of Greek
Γαρδελίνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, που κατάγονταν από την Τρίπολη, αλλά ζούσαν στην Ύδρα. 1. Βασίλειος ή Κουτσόπουλος. Πολέμησε ως μπουλουξής σε μάχες στα Τρίκορφα, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στη Γράνα, στο Λεβίδι κ.α. 2. Δημήτριος ή Πλατανιώτης.… … Dictionary of Greek
Δυοβουνιώτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Άμφισσα 1798 – Αθήνα 1868). Ήταν γιος του Ιωάννη Δ. (Βλ. 2.). Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στην Ιθάκη και εντάχτηκε στις δυνάμεις του πατέρα του. Η έκρηξη της Επανάστασης τον βρήκε όμηρο του… … Dictionary of Greek
Ζαβορίτης, Πάνος — Αγωνιστής του 1821, από τη Δωρίδα. Συμπολεμιστής του Αθανάσιου Διάκου και αργότερα του Δήμου Σκαλτσά. Διακρίθηκε στην εκστρατεία της Αττικοβοιωτίας (1826 27) και τραυματίστηκε κατά τη μάχη των Σαλώνων. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με το ληστρικό σώμα… … Dictionary of Greek
Λιδορίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ, 881 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Γκιώνα, 47 χλμ. Δ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Το Λ.… … Dictionary of Greek